- σόφισμα
- σόφισμα1 invention
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίαμαθ O. 13.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίαμαθ O. 13.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σόφισμα — acquired skill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
σόφισμα — το επιχείρημα που αντιβαίνει στον ορθό λόγο, αλλά εξωτερικά μοιάζει με λογικό κι έτσι μπορεί να εξαπατηθεί ο ακροατής: Προσπαθεί με σοφίσματα να στηρίξει την αλήθεια των απόψεών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σόφισμ' — σόφισμα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Софизм — (σοφισμα, от σοφιξομαι хитро придумываю) преднамеренно ложный вывод в противоположность паралогизму (см.), непреднамеренно ложному выводу (см. Ошибки). Систематический анализ С. (σιλλογισμοι επιςτικοι) был дан впервые Аристотелем в его… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σοφισμάτων — σόφισμα acquired skill neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσμασι — σόφισμα acquired skill neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσμασιν — σόφισμα acquired skill neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσματα — σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσματι — σόφισμα acquired skill neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσματος — σόφισμα acquired skill neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)